Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Παραθαλάσσιες, παραθαλάσσιες!!!

Τι τον θένε τον Κορυδαλλό.
Δεν μεταφέρουν τις φυλακές, κάπου πιο παραθαλάσσια, με μικρό λιμανάκι, να μην του βγαίνει η πίστη του άλλου με τα ελικόπτερα.
Άσε που, τα τελευταία, κοστίζουν και μία περιουσία.
Ότι έκλεψες με τον ιδρώτα σου, να σου το παίρνει μια μεταφορά με ελικόπτερο, δε λέει. Ενώ παραθαλάσσια, έρχεται η βαρκούλα, μπαίνει μέσα, κύριος, και φεύγει.
Μου αρέσει πάντως το σκεπτικό. Παραιτώ τους υπόλοιπους, εκτός από τον εαυτό μου.
Αθάνατη Ελλάς.
Κουΐζ για γερά μυαλά:
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, πόσοι και ποιοί υπουργοί, έχουν παραιτηθεί, λόγω της ανικανότητάς τους;
Ονόματα και διευθύνσεις παρακαλώ.
Αναρωτιέμαι, επίσης, η κυρία Isnogoud - της γνωστής οικογενείας Grousouzidontaki - θα ήθελε, μετά όσα συνέβησαν στην ταλαίπωρη χώρα, την καρεκλα του κ. Καραμανλή;
Επίσης, αντιγράφω από την Ελευθεροτυπία.


Ελευθεροτυπία, Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Ο δήμαρχος θα μηνύει τους δημότες του
Σε μια προσπάθεια εκφοβισμού των κατοίκων και των κινημάτων της Αθήνας, ο κ. Κακλαμάνης κατά τη χθεσινή συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου είπε ότι στο εξής σκοπεύει να υποβάλλει μηνύσεις εναντίον όσων επιτροπών κατοίκων καταφέρονται εναντίον του δήμου με ψέματα, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία τους, «για δυσφήμηση της πόλης των Αθηνών».

Σημειώνεται πάντως ότι ο δήμαρχος εδώ και ένα μήνα δεν έχει δημοσιοποιήσει τις διαδικασίες ανάθεσης του γκαράζ στο παρκάκι των οδών Κύπρου και Πατησίων, ενώ ξεχνά ότι είναι υπόλογος στη Δικαιοσύνη για την κοπή δένδρων, ύστερα από μήνυση του Δασαρχείου Αθηνών.

Χ.ΤΖ.


Και προτείνω, εγώ όχι ο δημοσιογράφος. δήμαρχε - μανία κι' αυτή με το με το μπετόν, το γέρο Καραμανλή είχατε νονό - μήπως θα ήταν καλύτερα να προσθέσετε και την ποινή του δημόσιου μαστιγώματος, στους δημότες σας, έτσι προαιρετικά, για να μην τολμούν.
Και η γκιλοτίνα καλή είναι για όσους αντιδρούν στα σχέδιά σου Μπάμπη.
Αχ! Τι καλά που περνάμε εις τας εξοχάς!!!

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Η ώρα της Γης

Το Σάββατο στις 28 Μαρτίου και στις οχτώμισυ το βράδυ, ας προσπαθήσουμε, συμμετέχοντας στο παγκόσμιο κίνημα "Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ", να κλείσουμε για μία ώρα όλα τα φώτα που έχουμε αναμμένα.
Είναι μια προσπάθεια που γίνεται διεθνώς για την υπερθέρμανση του πλανήτη, ή καλύτερα μια συμβολική κίνηση -θα έλεγα εγώ - για την ευαισθητοποίηση και άλλων ανθρώπων σε ότι αφορά την κατανάλωση ενέργειας.
Μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ.
Ελπίζω να το καταφέρουμε, η αλήθεια είναι πως η μία ώρα με τρόμαξε λιγάκι στην αρχή.
Αλλά με μερικά κεράκια και καλή διάθεση, νομίζω "βγαίνει" η ωρίτσα εύκολα.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Λίγο καθυστερημένα, βέβαια, αναρτημένος ο κύριος, αλλά, όσο είναι δήμαρχος, πάντα επίκαιρος θα είναι

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Ένα πακέτο τσιγάρα

Ξέμεινα πάλι, θα πεταχτώ να πάρω τσιγάρα κι' ίσως  πιω κι' ένα καφεδάκι, αν βρω την καφετέρια.
Καινούργιος στην γειτονιά και μου είναι αδύνατο να προσανατολιστώ ακόμη.
Περπατάω λοιπόν ανέμελα στο δρόμο, παρατηρώντας τα πάντα. Είχα από μικρός αυτή την συνήθεια. Όπου στεκόμουν και βρισκόμουν, ρούφαγα με τα μάτια την κάθε γωνιά, τα σπίτια, τους ανθρώπους, όλα. Είναι μιας μορφής απόλαυση που δεν την έκοψα ούτε τώρα που μεγάλωσα.
Από ένα ημιυπόγειο, έρχεται μια στριγκιά μελωδία ρεμπέτικη, σα να βγαίνει από πικ απ φτηνό, φορητό.
Μου κεντρίζει την προσοχή, μανιώδης συλλέκτης ρεμπέτικων τραγουδιών, πάντοτε αναζητώντας αυθεντικές εκτελέσεις, ψάχνω μέσα στις γωνιές του μυαλού μου να βρω ποιο είναι, να το κατατάξω. Σίγουρα Σμυρναίικο, αλλά ποιο, πρώτη φορά τ' ακούω.
Η πόρτα στο σπίτι είναι γερτή να παίρνει λίγο αέρα απ' την αποπνικτική ατμόσφαιρα του Οκτώβρη, μεγάλη πρόκληση για μένα που δεν διστάζω να ικανοποιώ την περιέργειά μου ρωτώντας.
Πλησιάζω την σπρώχνω ελαφρά και ρωτώ. "Είναι κανείς εδώ, παρακαλώ, θα 'θελα να ρωτήσω κάτι".
Απάντηση καμία, ενώ το τραγούδι έχει αλλάξει και φυσικά ακούγεται λίγο καλύτερα.
"Εχθές το βράδυ σε είδα στ' όνειρό μου
  Πως είχες τα μαλάκια σου ριγμένα στο λαιμό μου..."
Δεν μπορώ ν' αντισταθώ στον πειρασμό, χώνω το κεφάλι μου μέσα. "Είναι κανείς εδώ;" ξαναρωτώ. Τίποτα, κανείς, σιωπή, μισομπαίνω και κοιτώ τριγύρω μου.
Ένας διάδρομος το σπίτι με ένα δωμάτιο αριστερά μπαίνοντας.
Προχωρώ κι' άλλο με την προσοχή τεταμένη, μιλάω ξανά αλλά δεν παίρνω απάντηση, ενώ η περιέργεια και ο φόβος να μην έχω περίεργα συναπαντήματα μέσα στο σπίτι, έχουν ανέβει στο ζενίθ.
Μπαίνω μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, η μουσική ακούγεται πιο καθαρά, τώρα, αλλά σίγουρα όχι από 'κει. Ο χώρος γύρω μου, μοιάζει να είναι επιπλωμένος από την δεκαετία του 1970. Ένα αδιόρατο φως μπαίνει από τα παντζούρια. Το δωμάτιο, έχει μια άλλη πόρτα στο βάθος, με πλήρες σκοτάδι, προφανώς είναι "τυφλό". Δεν εισχωρώ εκεί, επιστρέφω και βγαίνω στο διάδρομο, εμφανώς ανακουφισμένος, από την απόφασή μου να σηκωθώ και να την κάνω από 'κει όσο είναι νωρίς ακόμη. Άλλωστε έχει κάτι αρρωστημένο το σπίτι.
Και πάνω που πήρα τις αποφάσεις μου, το τραγούδι αλλάζει και γίνεται πιο γλυκό, σα να βγαίνει από στόματα ζωντανά και όχι χαραγμένο στο βινύλιο.
Το βλέμμα μου πέφτει σ' ένα παλιό τραπεζάκι του διαδρόμου, επάνω του μια μπρούντζινη οβίδα με ανάγλυφα διακοσμητικά, που χρησιμεύει σα βάζο για αποξηραμένα λουλούδια του αγρού, αναγνωρίζω ανάμεσά τους κι' αυτό που λέγαμε ποντίκι, αλλά και το άλλο που ονομαζόταν κλέφτης, γιατί το άνθος του με τον αέρα εισχωρούσε παντού στα σπίτια.
Περίεργη σύμπτωση, σκέφτηκα, ο κλέφτης, εγώ.
Όμως ταυτόχρονα με τις σκέψεις, υπάρχει και κάτι άλλο που μου τραβάει την προσοχή κι' αυτό είναι ένα ναυτικό φυλλάδιο. Τούτη τη φορά δεν αντέχω, πλησιάζω, το ανοίγω, θέλω να μάθω πότε και ποιανού είναι. Δεν καταφέρνω να "βγάλω" τα γράμματα με τίποτα, το μόνο που διαβάζω είναι το έτος 1923.
Προχωρώ στο διάδρομο, αφήνοντας πίσω μου τους δισταγμούς και ανακαλύπτω άλλη μία πόρτα, επίσης στα δεξιά μου, λίγο χαμηλότερη από την πρώτη.
Μέσα το δάπεδο είναι πατημένο και σκουπισμένο χώμα!!! Στα δεξιά μου ένα παλιοτράπεζo και μια καρέκλα, οι τοίχοι βρώμικοι με φουσκωμένους σοβάδες, μυρίζει, έντονα υγρασία. Στ' αριστερά μια άλλη πόρτα, πρόχειρα φτιαγμένη από παλιά σανίδια και τόσα καρφιά επάνω της, που θα μπορούσε να 'ναι σιδερένια πια.
Την ανοίγω και βγαίνω σε μιαν αλάνα. Γύρω, γύρω, χαμόσπιτα, ενώ στην άκρη της ξεκινά χωματόδρομος με πλίθινα σπίτια και παραγκοειδείς κατασκευές, δεξιά κι' αριστερά του.
"Αχ μελαχροινό, σκερτσοπεταχτό,
γιατί με βασανίζεις, αφού σε αγαπώ..."
Η μουσική ακούγεται από 'κει στην άκρη, που βλέπω τέσσερις καθισμένους με όργανα, τώρα πια δε φοβάμαι, είμαι έξω και θα τους πλησιάσω. Πάση θυσία θα τους μιλήσω, προχωρώ προς το μέρος τους, ενώ εκείνο που μου κάνει εντύπωση, είναι οι διάφορες γυναίκες που υπάρχουν, άλλοτε μαζεμένες σε μια παρέα να μιλούν ενώ άλλες σκουπίζουν και κάνουν δουλειές.
Καμιά τους δε φορά παντελόνι, και τα φορέματά τους είναι από φτηνά υφάσματα που κρέμονται επάνω τους, οι περισσότερες στο κεφάλι φοράνε φακιόλι. Τις παρατηρήσεις μου, αυτές, τις διακόπτει έξαφνα ένας κουβάς βρωμόνερα που εκτοξεύονται σχεδόν επάνω μου από μια νοικοκυρά. "Πρόσεξε κυρά μου" της φωνάζω, αλλά εκείνη μου γυρνά την πλάτη, χωρίς να μου δώσει την ελάχιστη σημασία, ευτυχώς που το νερό πέρασε σχεδόν ξυστά από ' μένα και δεν έγινα παπί.
"...Μελαχροινό λυπήσου, δωσ' μου παρηγοριά
δωσ' μου τα αγνά ολόγλυκα φιλιά..."
Φουρκισμένος λίγο, συνεχίζω προς την παρέα, κι' ακούω μια μάνα να φωνάζει στο γιο της. Γυρίζοντας το κεφάλι προς την κατεύθυνση του παιδιού αντικρύζω ένα βρώμικο, ξυπόλυτο μικρό αγοράκι να τρέχει σε κάτι λάσπες, "έλα 'δω αμέσως, μ' ακούς;" Ο μικρός γυρίζει με απορημένο βλέμμα προς τη φωνή της μάνας του. Έκπληκτος βλέπω ένα παιδικό προσωπάκι, που μοιάζει ίδιο κι' απαράλλακτο με τις παιδικές μου φωτογραφίες, το στόμα μου ανοίγει δύο πήχες, ενώ ένα κύμα πόνου φουσκώνει μέσα μου, θέλω να τρέξω στο μικρό, να τον αγκαλιάσω και να του πω, "μη φοβάσαι αγόρι μου για τη ζωή που θα 'ρθει, εγώ θάμαι εδώ κοντά σου για πάντα".
Δεν το κάνω, όμως, άλλωστε και ο πιτσιρίκος, επιστρέφοντας περνά κοντά μου, μα πολύ κοντά, μη δίνοντάς μου σημασία. Σα να μην υπήρχα.
"...γιατί μελαχροινό μου τα 'χω χάσει πιά."
Το τραγούδι τελειώνει, ενώ φτάνω πια κοντά τους. Είναι τρεις άντρες και μια γυναίκα. Ένας παίζει εξάχορδο μπουζούκι, ο άλλος έχει ταμπουρά στα χέρια, ενώ ο τρίτος, όρθιος στέκει και παίζει βιολί.
Η γυναίκα, κρατάει ένα ντέφι. Ξεκινούν κι' άλλο τραγουδάκι, μπροστά τους, ένα τραπεζάκι με δυο σαρδέλες παστές και μερικές ελιές Πίνουν μάλλον ρακί
Τα ρούχα τους δεν διαφέρουν εποχιακά από αυτά των γυναικών πριν. Οι άντρες φορούν πουκάμισο χωμένο στο παντελόνι που μοιάζει, λίγο με τσουβάλι, κι' έχουν τιράντες όλοι. Ο ένας από τους τρεις, έχει ανάρριχτο το σακάκι του στους ώμους, μοιάζει με άρρωστος. Η γυναίκα, πιο περιποιημένη, τα ρούχα της πιο δαντελωτά από των άλλων γυναικών, είναι, λίγο, ελάχιστα, παχουλή, σε αντίθεση με τους άντρες που τα πρόσωπα και τα σώματά τους είναι ρουφηγμένα θαρρείς από το σκελετό τους.
Η κοπέλα τραγουδάει, τόσο γλυκά, τόσο όμορφα και το βλέμμα μου είναι κολλημένο πάνω της.
Στην αρχή, πλησιάζοντάς τους, είχαν αρχίσει καινούργια μουσική και φυσικά δεν με πρόσεξε κανείς. Τώρα, όμως, σταμάτησαν, είπαν δύο κουβεντούλες μεταξύ τους, "γειά σας", προσπάθησα να πω, αλλά σκύβουν πάλι στα όργανα χωρίς να μου δώσουν σημασία, λες και είμαι αόρατος. Σιωπώ κι' ακούω.
Μοναχά εκείνη, κάποια στιγμή σηκώνει το βλέμμα και με κοιτά, μοιάζει να βλέπει μέσ' από μένα, μοιάζει όμως και να με ψάχνει η ματιά της. Ταυτόχρονα και τα δύο.
Το πρόσωπό της είναι γλυκό, το δέρμα της ροδαλό, ενώ τα μάτια της, μαύρα σαν τα κάρβουνα και έντονα πολύ.
Κόλλησα εκεί. Άλλωστε, αφού γι' αυτούς δεν υπήρχα τι σημασία θα είχε να την παρατηρώ, να την ρουφώ με τη ματιά μου όσο θέλω.
Ο ήλιος του απογεύματος, έχει αρχίσει να μ' ενοχλεί τώρα, αισθάνομαι δυσφορία μεγάλη στο στήθος και ζεσταίνομαι υπερβολικά. Τινάζομαι απότομα επάνω και παρατηρώ απορημένος τριγύρω μου το χώρο.
Το κορίτσι έχει χαθεί, οι μουσικοί το ίδιο, ο δρόμος τα σπίτια, είμαι στο δωμάτιο μου, μόνος.
Από το γειτονικό σπίτι, ακούγεται Καζαντζίδης,  στο ραδιοφωνάκι, να κλαίει τη Ρωμιοσύνη που χάνεται στην προσφυγιά.
Ένας δυνατός μεσημεριανός ήλιος με χτυπάει κατάμουτρα κι' η υγρασία αυτού του Οκτώβρη με τρελαίνει, δεν την αντέχω.
Ψάχνω το όνειρο, πάμε να κοροϊδέψουμε τους νεκρούς, έλεγε ο παππούς μου για τον ύπνο κι αντιλαμβάνομαι πως για λίγο είχα πεθάνει. Βρέθηκα, λοιπόν, σε 'κείνο τον κόσμο των ζωντανών- νεκρών, που όλα μπορούνε να συμβούν, κι' εσύ να παραμένεις αόρατος παρατηρητής. Μα τότε το βλέμμα της κοπέλας, τι ήτανε; Με είχε δει, για τούτο είμαι σίγουρος πολύ.
Ποιος να ξέρει μπορεί να είναι κι' άλλος ένας παρελθόντος ανεκπλήρωτος έρωτας.

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Αντιγράφω από το site pidilates.gr και από το http://www.podilates.gr/node/3592.

Οι αποφάσεις δικές σας.


Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας:
ΟΧΙ στο Χωροταξικό του Τουρισμού

ΥΠΕΧΩΔΕ:
Συνεχίζει να πιέζει για θεσμοθέτησή του

9 φορείς ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΕΕ, ΓΕΣΕΒΕΕ, ΤΕΕ, ΣΕΠΟΧ, ΣΑΔΑΣ, ΓΕΩΤΕΕ, ΣΕΒ και ο Αρκτούρος εκ μέρους των 10 περιβαλλοντικών οργανώσεων (Αρκτούρος, ΑΡΧΕΛΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Καλλιστώ, Μεσόγειος SOS, Mom, Greenpeace, WWF) καταψήφισαν το Χωροταξικό του Τουρισμού. Υπό άγνωστες ακόμη συνθήκες δεν ήρθε στην ψηφοφορία το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο. Παρ’ όλα αυτά υπέρ ψήφισαν μόλις 7 μέλη: 4 Φορείς: Σύλλογος Ελλήνων Περιφερειολόγων, Οικονομικό Επιμελητήριο, ΚΕΔΚΕ, ΕΝΑΕ (οι δύο τελευταίοι παρά τις πολλές ενστάσεις τους) και 3 διορισμένα από τον Υπουργό μέλη: Πρόεδρος: Απόστολος Παρπαϊρης, Παναγιώτης Λιαργκόβας, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Γεώργιος Κορρές, Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. 2 άλλα μέλη προτίμησαν την διαφοροποίησή τους: ΕΚΒΥ, Inten Synergy που δήλωσαν ότι το αποδέχονται με την προϋπόθεση της αποδοχής όλων των παρατηρήσεών τους.

Το Χωροταξικό του Τουρισμού προωθεί την αλλεπάλληλη διάσπαρτη δόμηση τουριστικών χωριών σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στα νησιά και στις ακτές με επιδότηση έως και 50% και υπέρ-πολλαπλάσια δόμηση από ότι επιτρεπόταν έως σήμερα.

Το ΥΠΕΧΩΔΕ συνεχίζει να ασκεί μεγάλες πιέσεις και μπορεί να θεσμοθετήσει το Χωροταξικό παρά την αρνητική ψήφο του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας. Στα μέσα πίεσης συμπεριλήφθηκαν πρόσφατα και προπηλακισμοί. Όπως γράφουν και οι σημερινές εφημερίδες ο Γ. Γραμματέας ΥΠΕΧΩΔΕ κύριος Μπαλτάς προπηλάκισε την εκπρόσωπο του ΤΕΕ κυρία Ράνια Κλουτσινιωτη, προκειμένου να πάρει από τα χέρια της την αρνητική γνωμοδότηση, την οποία έσκισε.

Πες ΟΧΙ στις μεθοδεύσεις για την τσιμεντοποίηση των ακτών και των νησιών.

Υπόγραψε για την απόσυρση του Χωροταξικού: http://www.diktioaigaiou.gr/contents/chorotaxiko.php?lang=1

Μάθε περισσότερες πληροφορίες: http://www.diktioaigaiou.gr/contents/draseis.php?kkid=78&kid=63&action=s...

Φωτογραφία: εξώφυλλο Περιοδικού Γαλέρα, Τεύχος Δεκεμβρίου 2008

Κρίτων Αρσένης
Υπεύθυνος Προγράμματος και Δικτύου «ΑΕΙΦΟΡΟ ΑΙΓΑΙΟ»
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού
Παρακαλώ σκεφτείτε το περιβάλλον πριν εκτυπώσετε αυτό το κείμενο.

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Ο ήχος από μεταλλάκια που χτυπιούνται και τρίβονται μεταξύ τουςσαν κλαπατσίμπαλα, ήταν συνώνυμος μ' Αυτόν.

Κάθε πρωΐ ακριβώς, στις έξι, βρέξει χιονίσει, Κυριακές και εορτές, ο ήχος ακουγόταν βιαστικός και έντονος, σαν τον ίδιο και μετά εμφανιζόταν. Ο Μανώλης, ο αναρχικός, το παρατσούκλι του. Είχε έρθει στο χωριό μας μετά την αποστασία το '65, είχε βαρεθεί στην Αθήνα το κάλεσμα της αστυνομίας, κάθε τρεις και λίγο για μία κουβεντούλα.

Και μετά εδώ οι χωροφύλακες δεν τον ενοχλούσαν και πολύ, τον είχαν μάθει, και σαν μηχανικό, αλλά και άνθρωπο που έπιαναν τα χέρια του, τον είχαν ανάγκη. Πότε το τζιπ που χάλαγε, πότε το 'να ποτε τ' άλλο, δεν έλεγε όχι κανενός. Τον αγαπήσαμε, τον βάλαμε στο σπίτι μας.

Έτσι που λές με το Μανώλη  μα να σου συνεχίσω την ιστορία.

Πάνω στο μισοδιαλυμμένο του ποδήλατο, περνούσε τα πρωϊνά μπροστά μας φουριόζος, κατέβαινε την στρατηγού Κατσιμπίκουνα, έστριβε δεξιά στην πλατεία Ηρώων -που ήταν και ο καφενές μας.

φωνάζοντας  ένα γειά, έστριβε αριστερά και δεξιά στη γωνιά, έκανε μια στάση στο φίλο του τον κουρέα -το σπίτι του ήταν πάνω απ'το κουρείο του- λέγανε δύο κουβέντες και μετά στο εκκλησάκι  κάτω στη θάλασσα, τον αη Νικόλα.

Παράξενη φιλία είχαν με τον μπαρμπέρη, ο ένας αναρχικός με γερή θεωρητική κατάρτιση και γνώση ιστορική, ο άλλος κομμουνιστής, στήνανε κάτι καυγάδες, τρικούβερτους. Εμείς τους ακούγαμε από το καφενείο, δεν καταλαβαίναμε βέβαια όλα τα θεωρητικά τους, αλλά γελούσαμε με ότι κατέβαζαν ο ένας στον άλλον.

Και μια φορά που λες, ο Μανώλης κατάφερε ν' ακινητοποιήσει τον κουρέα το Δημητράκη, πάνω στη πολυθρόνα που κούρευε.

Φωνάζοντας, λοιπόν σαν τους ερυθρόδερμους στα καουμπόικα, έσυρε έξω την πολυθρόνα και πασάλειψε το Δημητράκη με τον αφρό του σαπουνιού για το ξύρισμα.

Χοροπηδώντας και αναπαριστώντας ένα υποτίθεται χορό νικητών στη Νέα Γουΐνέα, φώναζε σε όλους εμάς που είχαμε μαζευτεί τριγύρω.

Ο μπαρμπέρης όμως σαν τον Χουντίνι το μάγο, λύθηκε, αθόρυβα μπήκε στο μαγαζί, ξαναβγήκε κρατώντας την κιθάρα του και την έφερε στο κεφάλι του οριόμενου Μανώλη.

Το θέαμα τελείωσε και την άλλη μέρα παράγγειλε από την Αθήνα μία κιθάρα ο Μανώλης μεταμελημένος για τα προηγούμενα, πάντως κι ο κουρέας τον αγαπούσε και δεν του κράταγε κακία ποτέ. Του είχε κάνει κι' αυτός, διάφορα τέτοια.

 Μετά την επίσκεψη στο φίλο του κατέβαινε στον Αη Νικόλα, το μικρό εκκλησάκι μας,  εύρισκε τον παπά Κώστα και καθόντουσαν οι δυό τους να περιμένουν το χάραμα. Να δουν τον ήλιο να σκάει από τη θάλασσα, μετά καλημερίζοταν και έφευγε να πάει στο μπαχτσέ του, όπου περνούσε την ημέρα του.

Εκείνο το πρωΐ που θα σου διηγηθώ, δεν ακούσαμε τα σιδεράκια να βαράνε και να τρίζουν, πράγμα που εν μέρει το περιμέναμε, γιατί;

 Άσε, το γιατί, αργότερα με τη σειρά του.

Πέρασε πεζός χωρίς την αγάπη του, το ποδήλατό του, που του είχε χαρίσει χρόνια διαδρομών και μακρινών κάποιες φορές για τις δουλειές του.

Επίσης η αγάπη του, με τον ίδιο, αναβάτη είχε κερδίσει σε κόντρα το γιο του ταχυδρόμου, ένα βρομόπαιδο που δεν το χώνευε κανείς μας. Και τούτος ο αγώνας, είχεν ακουστεί σε όλα τα τριγύρω χωριά. Θριαμβολογούσε ο Μανώλης, λύσιαζε απ' το κακό του ο χαμένος, κρυφοχαιρόμαστε κι' εμεις οι υπόλοιποι.

Το πρωϊνό, που σου είπα, πέρασε αμίλητος, με χείλια, κάτασπρα από το σφίξιμο, μας έριξε μία ματιά σα να κατάλαβε και έφυγε.

Εμείς κατεβάσαμε τα κεφάλια, ένοχοι, για μία πλάκα που του ξεκινήσαμε και την πατήσαμε οι ίδιοι.

   Και να τι είχε γίνει.

Από καιρό τ' αποφασίσαμε να του κρύψουμε το ποδήλατο για να δούμε αντιδράσεις από τη μεριά του. Κανονικά λοιπόν, θα σηκωνόταν το πρωΐ, δεν θα το εύρισκε, αφού τη νύχτα θα το κρύβαμε, και περνώντας απ' το καφενείο του Λινάρδου, το πρωΐ να και το ποδήλατο μοστραρισμένο μπροστά του.

Έλα όμως που την πάθαμε άσχημα. Το βράδυ ανέλαβε ο Τόνης ο Κρύος, -της Μαρούδας της Θειάς σου, ξέρεις- να το πάει στο νερόμυλο του Γκουμουλή, που είναι μισορημάδι, και να το κρύψει μέσα στα χαλάσματα. Όπως σου είπα, τα ξημερώματα θα τό 'φερνε πίσω.

Είχε έρθει τότε, ένα μικρό τσίρκο και έστησαν την τέντα τους εκεί πιο κάτω. Μία βδομάδα κάθισαν δεν έβγαλαν πολλά λεφτά κι' αποφάσισαν να τα μαζέψουν και να γυρίσουν από κει που 'ρθαν.

Χάνοντας αυτούς, χάσαμε και το ποδήλατο χάσαμε και το διάκο που ερωτεύτηκε μιαν ακροβάτισσα κι έφυγε μαζί τους -τι γυναίκα ήταν αυτή, αν μπορούσαμε όλοι θα χανόμαστε μαζί της, τι μάτια, τορνευτό και το κορμί της.

Για το Διάκο, δεν μας ένοιαξε και τόσο αλλά το ποδήλατο! Μια πλάκα να κάναμε, μερικές ώρες θα το κρύβαμε. Kαι τώρα, πως τον αντικρύζεις στα μάτια και τι του λες;...


Ήταν τόσο μεγάλη η ντροπή που νοιώσαμε, δεν περιγράφεται. 

Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο με φευγαλέες ματιές και σκύψαμε το κεφάλι.

Δεν υπήρχε χώρος να σταθούμε, να μιλήσουμε, δεν υπήρχαν λόγια. Ο Δημητράκος της Ματίνας, είπε να ψάχναμε την περιοχή τριγύρω μήπως βρούμε τους κλέφτες. μας φάνηκε αδύνατο να γίνει, συμφωνήσαμε όμως.

Νυχτιάτικα αρχίσαμε με αγροτικά, μουλάρια, ότι είχαμε. Σαν τότε που ψάχναμε την αγελάδα του παππού σου, στην έχω πει την ιστορία, με τον δάσκαλο απ' την Αθήνα, την είδε νυχτιάτικα, μπροστά του, γυρνώντας από την ταβέρνα και τρόμαξε. Έβγαλε κραυγή δυνατή -βοήθεια, ο διάβολος, βοήθεια!!!- και όλοι καταλάβαμε που ήταν το ζώο. Ο δασκαλάκος την άλλη έφυγε απ' το χωριό και ούτε ξαναγύρισε.

Μέχρι την  άλλη μέρα, τίποτα, απελπιστήκαμε. Τηλεφωνήσαμε στο δήμαρχο να έρθει, και πέσαμε όλοι μαζί στη συζήτηση και το ρακί. 'Ωσπου να 'ρθεί εκείνος κατεβάσαμε καμπόσο, η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε. “Εσύ το σκέφτηκες, εσύ συμφώνησες, όχι δεν το είπα έτσι και ούτω καθ' εξής. Σχεδόν πιαστήκαμε στα χέρια.

Πάνω στην ώρα μπαίνει ο δήμαρχος “ηρεμείστε ρε παιδιά, δεν έγινε τίποτα, θα του πάρετε καινούριο, θα σας βρω από που και θα το παραγγείλετε”.

Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε σα χαζοί, τόσην ώρα ούτε που το σκεφτήκαμε. Η ιδέα ήταν εξαιρετική, το άλλο είχε παλιώσει πολύ, όλο κάτι του χαλούσε, ήταν ολόκληρο το ποδήλατο μπανταρισμένο, θαρρείς, με συρματάκια και ο Μανώλης παραπονιόταν για τους πόνους στα γόνατά του – μπορεί να είχε βγει κάτι καλύτερο – αλλά και γυαλιστερό, θα ήταν ωραίο δώρο, θα δικαιολογούσε τη βλακεία μας.

Έτσι κι' έγινε, ο δήμαρχος μάλιστα χρησιμοποίησε γνωριμίες που είχε από το στρατόπεδο που είχαμε κοντά μας και την μεθεπόμενη ημέρα, ένα καταπληκτικό κόκκινο ποδήλατο ήταν στο χωριό μας.

Όλα τούτα , όμως, κρυφά. Μην το καταλάβει ο Μανώλης, ήταν έκπληξη.

Στείλαμε ένα παιδί να του χτυπήσει την πόρτα, πρωΐ πρωΐ, να τον φωνάξει στο καφενείο. Δήθεν βρέθηκε το ποδήλατο.

Κατέφθασε με ταχύτητα απίστευτη, φορώντας ακόμη τις πυτζάμες του, στο βλέμμα είχε σπιρτάδα και χαρά, έτοιμος να μας μαλώσει λίγο, αλλά χωρίς κακία.

Τα μάτια του ευθύς, πέσανε στο κόκκινο καινούριο του, ποδήλατο. Η χαρά του υποχώρησε, χαμογέλασε αμήχανα, μας έριξε μια εξεταστική ματιά, έναν έναν, είπε ένα ευχαριστώ και ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω, σπίτι του χωρίς το ποδήλατο.

Μείναμε άφωνοι, δεν το περιμέναμε, ερωτευμένος με το παλιό, αυτό που τον ταλαιπωρούσε τόσο, τι να πεις και τι να του κάμεις.

Μέσα στην στενοχώρια, που όλοι είχαμε, μας φαίνονταν ν' ακούμε τους ήχους του κλεμμένου ποδηλάτου, τα μεταλλάκια που τρίβονταν και χτυπιόταν αναμεταξύ τους, χαμογέλασα αμήχανα, γύρισα και είδα τους άλλους, σίγουρος για τους ήχους του μυαλού μου.

 Κι οι υπόλοιποι κοιτιόνταν απορημένοι, σαν ο κάθ' ένας μας να τους άκουγε μέσα στη φαντασία του. Μα σε λίγο ο θόρυβος δυνάμωσε, πράγματι ήταν αληθινοί οι ήχοι.

Ο Μανώλης κοκάλωσε, μέχρι που έστριψε τη γωνιά και είδαμε το ποδήλατο νομίζαμε πως πλησίαζε φάντασμα και ο χρόνος αιώνας.

Ήταν πράγματι, αυτό. Αναβάτης, ο επίσης χαμένος διάκος. Κλαμμένος με μύξες πασαλειμμένος - αργότερα μάθαμε γιατί- παράτησε το ποδήλατο και εξαφανίστηκε τρέχοντας, για τον Καλαμιώνα.

Χαμογελάσαμε, χάρηκε ο Μανώλης που το πήρε στα χέρια του σαν να ήτανε γυναίκα, αγνοώντας το καινούριο ποδήλατο, ανέβηκε στη αγάπη του κι' έτρεξε να βρει τον κουρέα.

Η ζωή στο χωριό θα 'ρχόταν στα συγκαλά της, αναστενάξαμε σχεδόν όλοι, δε μας άρεσε που τον αδικήσαμε τον άνθρωπο.

 Όσο για το διάκο, άμα ηρέμησε και του 'φυγε λιγάκι ο έρωτας, άνοιξε την καρδιά του και μίλησε.

Είχε ζητήσει δουλειά από το τσίρκο. Δεν τον ήθελαν μαζί τους. Πήρε το ποδήλατο, ήξερε από την  αρχή που ήταν, τους ακολούθησε. Όπου πήγαιναν κι αυτός μαζί. Τα βραδιά έβλεπε τη μαντόνα του από μακρυά, που έμπαινε στην άμαξά της και το πρωΐ, αυτός πρώτος την καλημέριζε, σχεδόν δεν κοιμόταν από τον έρωτα.

Δεν έτρωγε, δεν έπινε, μα στα αλήθεια ήταν τόσο βλάκας.

Την ημέρα που μας ήρθε, περίμενε απ' έξω από την άμαξα. Ήθελε να της δώσει λουλούδια.

Η πόρτα, άνοιξε, ο διάκος χαμογέλασε, περιμένοντας να βγει η αγάπη του. Αντ' αυτής,  ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του.

-Καλημέρα, καλέ μου. Ωραία τα λουλούδια, αλλά δεν μπορώ να τα πάρω. Ξέρεις, φεύγω μου ήρθε το χαρτί, πάω φαντάρος. Μα καλά, τόσο καιρό δεν με είχες καταλάβει; τι κρίμα κι' είσαι τόσο γλυκούλης. Πάω γεια σου τώρα και καλή σου τύχη!

Το στόμα του διάκου, άνοιξε δυό πιθαμές, η καλή του,  βγήκε άντρας. Και ο ίδιος δεν ήξερε το λόγο που κλαίει.

Ο έρωτας που εχάθει ή το αντικείμενο του πόθου του που βγήκε, κάπως διαφορετικό;

Ματσούο Μπασό (1644-1694)

Ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές χαϊκού στην Ιαπωνία.
Για την ζωή του γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Πρώην σαμουράϊ, όπου πεθαίνοντας ο άρχοντας  και στενός φίλος του, παραιτείται και ακολουθεί την ζωή περιπλανώμενου- ταξιδευτή.
Γράφει ποίηση, συγκεντρώνει γύρω του μαθητές, που τον αγαπούν πολύ και του χτίζουν το πρώτο του σπίτι για να μείνει.
Μετά ένα διάστημα τον βρίσκουμε ταξιδευτή, πάλι, σε μία αέναη αναζήτηση, με αυτοσκοπό την ποίηση.
Πολλές ήταν οι φορές που "αγκυροβολεί" και πολλές, επίσης που ταξιδεύει.
Η δημοσιότητά του, που απαιτεί και μιά έντονη κοινωνικότητα, τον κουράζει, αποφασίζει να απομονωθεί και στρέφεται στο διαλογισμό.
Το 1694 πεθαίνει.


Ήμουν έφηβος, όταν έπεσε στά χέρια μου ένα βιβλίο του Erich Fromm. Γενικώς εκείνη την εποχή διάβαζα πολύ τον συγγραφέα και περίμενα περίπου τι θά διαβάσω.
Τον τίτλο, δεν τον θυμάμαι. Διαπραγματευόταν, όμως την διαφορά, στην αντίληψη για τον κόσμο, των ανατολιτικών θεωριών και τον δυτικό.
Πως σκέφτεται και δρά ο άνθρωπος της Δύσης και πως της Ανατολής.
Ξεκινούσε την σύγκριση και την ανάλυσή του, με την αναφορά δύο ποιημάτων και των ποιητών τους.
Ο ένας ήταν ο Μπασό, ο άλλος ο Γκαίτε.
Για να ξεκαθαρίσουμε όμως τα πράγματα, ο συγγραφέας δεν έκανε καμία σύκγριση στην αισθητική των έργων. Καμία σύγκριση μεταξύ του μεγέθους της φήμης των δύο ποιητών - στοχαστών.
Η μόνη ανάλυση στα δύο ποιήματα ήταν στην αντιμετώπιση των δύο κόσμων επάνω στα ίδια θέματα.
Το θέμα τους, ήταν ένα αγριολούλουδο, που αντίκρυσαν τυχαία σε μία βόλτα.
Ο Μπασό ανέφερε το γεγονός με μία καταγραφή που εμπεριείχε το θαυμασμό και τον σεβασμό του προς αυτό το όμορφο λουλούδι.
Ο Γκαίτε, με το εξεταστικό βλέμα του δυτικού, δεν αρκείται στην ομορφιά του, αλλα θέλει να το μελετήσει και να το ανατάμνει, μέχρι να βρεί το μυστικό του. Αυτό της δημιουργίας του.
Φυσικά αυτό που αναφέρω δεν είναι παρά μιά μικρή  και πρόχειρη περίληψη του βιβλίου, όσων θυμάμαι από τότε.
Με εντυπωσίασε τότε, θυμάμαι, το ποίημα του Μπασό με το μήνυμα που μετέφερε.
Δυσνόητο, μιας και αναφερόταν στην αντίληψη του Ζεν, αλλά έκρυβε μια αλήθεια.
Δεν νομίζω όντως, αν ο δυτικός άνθρωπος μπορεί να έχει αυτήν τη ματιά ολοκάθαρη, όπως οι μοναχοί του Ζεν, αλλά πιστεύω πως μπορούμε να "ψάξουμε" τη ζωή, να τη δούμε και με άλλα μάτια, λίγο πιο καθαρά από το σκουπιδαριό που έχουμε γεμίσει εξαιτίας της απομάκρυνσής μας απ' τη φύση.
Τώρα σας αφήνω με την ανάγνωσή τους.



Πάει κι' αυτό το φθινόπωρο
Ένα σύννεφο κι' ένα πουλί
μεγαλύτερος


Ανήμερα του Βούδα
οι προσευχές τρίζουν
στα γέρικα δάχτυλα


Αργά ή γρήγορα, πίσω απ' αυτήν την πόρτα
που σκέπασαν τα χόρτα,
μια νέα γενιά θα μεγαλώνει κούκλες.


Φεύγω κι' αφήνω πίσω μου
δυό φθινόπωρα αγάπη


Μεσάνυχτα:
η δροσιά δανείζεται ύπνο
από το σκιάχτρο


Δεν πέθανα.
Πάντα είναι απόγευμα,
όταν τελειώνουν τα ταξίδια.


Καθώς περνούν τα χρόνια,
ο πίθηκος φοράει μάσκα πιθήκου.



Όταν φυτεύουν ρύζι, τραγουδούν.
Γι' αυτό τα τραγούδια του χωριού
είναι πάντα καλύτερα
απ΄τα τραγούδια της πόλης.